- πατρίκιος
- Επίσκοπος Προύσας, άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ήταν πολύ μορφωμένος κληρικός και έζησε πιθανόν τον 3o αι. Μαρτύρησε με αποκεφαλισμό, μαζί με τους πρεσβύτερους Ακάκιο, Μένανδρο και Πολύαινο. Η μνήμη του τιμάται στις 19 Μαΐου.
* * *ο, θηλ. πατρικία, ΝΜΑ(στο ρωμαϊκό και ώς τον 12ο αιώνα και στο βυζαντινό κράτος) αυτός που ανήκει στην ανώτερη από κοινωνική και πολιτική άποψη τάξη, σε αντιδιαστολή προς τον πληβείονεοελλ.ευγενής, άρχοντας, αριστοκράτηςμσν.1. τιμητικός τίτλος, ισόβιος αλλά όχι κληρονομικός, που απένεμε ο Βυζαντινός αυτοκράτορας σε ανώτατους αυλικούς, πολιτικούς και στρατιωτικούς άρχοντες, καθώς και σε ηγεμόνες βαρβάρων υποτελών ή συμμάχων τής αυτοκρατορίας2. φρ. «πατρίκιος τῶν Ῥωμαίων» — τίτλος που απένεμε η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία στον βασιλιά τού φραγκικού κράτους ως προστάτη τής Εκκλησίαςαρχ.είδος πολυτελών υποδημάτων που φορούσαν οι πατρίκιοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. patricius < λατ. pater].
Dictionary of Greek. 2013.